- συμμείγνυμι
- συμμείγνυμιa blend, harmonize στέφανοι πράσσοντί με χρέος, φόρμιγγα καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι (Schr.: συμμίξαι codd.) O. 3.9b associate with c. acc. & dat., crown with καί νυν ἐν Πυθῶνι νιν (= πόλιν) ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ (Schr.: συνέμιξε codd.) P. 9.72
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.